- καθορισμός
- οο σαφής προσδιορισμός: Στο βιβλίο αυτό γίνεται καθορισμός των καθηκόντων και των δικαιωμάτων του πολίτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθορισμός — ο [καθορίζω] 1. ακριβής ορισμός, σαφής προσδιορισμός 2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση («ο καθορισμός τών δικαιωμάτων και καθηκόντων τού πολίτη») … Dictionary of Greek
διατίμηση — η (AM διατίμησις) [διατιμώ] νεοελλ. ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία τού ανώτατου ορίου τής τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή 2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία 3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ποσόστωση — Είναι η επιβολή ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές και εξαγωγές ή ο καθορισμός ανώτατου όριου δαπάνης σε συνάλλαγμα για την εισαγωγή ενός ορισμένου προϊόντος ή ο καθορισμός συγκεκριμένου ποσοστού εγχώριου τηλεοπτικού προγράμματος που οφείλουν… … Dictionary of Greek
Macedonia (Greece) — For other uses, see Macedonia (disambiguation). Coordinates: 40°45′N 22°54′E / 40.75°N 22.9°E / 40.75; 22.9 … Wikipedia
ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… … Dictionary of Greek
εκκαθάριση — η 1. ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ. όσων θεωρούνται ανίκανοι ή ανεπιθύμητοι 2. τελειωτικός καθορισμός («εκκαθάριση εξόδων») 3. (για λογαριασμό) ο καθορισμός τού χρεωστικού ή πιστωτικού υπολοίπου προσωπικού λογαριασμού 4. το… … Dictionary of Greek
εντόπιση — η 1. περιορισμός σ έναν τόπο, παρεμπόδιση τής επεκτάσεως 2. ο καθορισμός τής θέσης, η επισήμανση 3. ιατρ. περιορισμός καθολικής λοιμώξεως σε ορισμένο όργανο τού σώματος, εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας 4. φυσιολ. ο ακριβής καθορισμός τών περιοχών… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ορισμός — ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω] (φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek